έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ζιγκλούρης — ο θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός, ζονγκλέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. jengleour ή jugleour] … Dictionary of Greek
θαυματοποιός — ό (Α θαυματοποιός, όν) αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός αρχ. 1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).… … Dictionary of Greek
κυβιστής — κυβιστής, ὁ (AM) μσν. πιθ. κυβευτής αρχ. θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς] … Dictionary of Greek
μαγοδείκτης — μαγοδείκτης, ὁ (Μ) ταχυδακτυλουργός … Dictionary of Greek
παροφθαλμιστής — ὁ, ΜΑ αυτός που προκαλεί οπτικές απάτες στους θεατές, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek
ταχυδακτυλουργικός — ή, ό, Ν [ταχυδακτυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχυδακτυλουργό («ταχυδακτυλουργικό κόλπο») 2. αυτός που γίνεται με ταχυδακτυλουργία («ταχυδακτυλουργική κλοπή»). επίρρ... ταχυδακτυλουργικώς και ταχυδακτυλουργικά Ν με… … Dictionary of Greek
ψηφάς — και ψηφᾱς, άδος, ὁ, Α θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κοιλ άς)] … Dictionary of Greek
Κατρακάζης — Επώνυμο οικογένειας, η οποία καταγόταν από τη Μάνη και μετανάστευσε στη Ρωσία. Άκμασε κατά τον 18o και τον 19o αι. Είναι γνωστή και ως Κατρακάζυ ή Κατακάζη ή Κατακάζυ. 1. Γαβριήλ (1787 – 1868).Διπλωμάτης.Το 1818 υπηρέτησε ως υπάλληλος της ρωσικής … Dictionary of Greek
Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… … Dictionary of Greek