ταχυδακτυλουργός

ταχυδακτυλουργός
ο, η, Ν
ο επιδέξιος στην εκτέλεση ταχυδακτυλουργιών, ο ικανός να εκτελεί με γρήγορες κινήσεις τών χεριών απατηλά και εκπληκτικά για τους θεατές τεχνάσματα, θαυματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + δάκτυλος + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Κερεστετζόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκλούρης — ο θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός, ζονγκλέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. jengleour ή jugleour] …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιός — ό (Α θαυματοποιός, όν) αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός αρχ. 1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).… …   Dictionary of Greek

  • κυβιστής — κυβιστής, ὁ (AM) μσν. πιθ. κυβευτής αρχ. θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς] …   Dictionary of Greek

  • μαγοδείκτης — μαγοδείκτης, ὁ (Μ) ταχυδακτυλουργός …   Dictionary of Greek

  • παροφθαλμιστής — ὁ, ΜΑ αυτός που προκαλεί οπτικές απάτες στους θεατές, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • ταχυδακτυλουργικός — ή, ό, Ν [ταχυδακτυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχυδακτυλουργό («ταχυδακτυλουργικό κόλπο») 2. αυτός που γίνεται με ταχυδακτυλουργία («ταχυδακτυλουργική κλοπή»). επίρρ... ταχυδακτυλουργικώς και ταχυδακτυλουργικά Ν με… …   Dictionary of Greek

  • ψηφάς — και ψηφᾱς, άδος, ὁ, Α θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κοιλ άς)] …   Dictionary of Greek

  • Κατρακάζης — Επώνυμο οικογένειας, η οποία καταγόταν από τη Μάνη και μετανάστευσε στη Ρωσία. Άκμασε κατά τον 18o και τον 19o αι. Είναι γνωστή και ως Κατρακάζυ ή Κατακάζη ή Κατακάζυ. 1. Γαβριήλ (1787 – 1868).Διπλωμάτης.Το 1818 υπηρέτησε ως υπάλληλος της ρωσικής …   Dictionary of Greek

  • Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”